- πεντοζουρία
- ηιατρ. η παρουσία πεντόζης στα ούρα, η οποία, υπό φυσιολογικές συνθήκες, παρατηρείται σπάνια και μόνο σε αποκλειστικά φυτική δίαιτα (α. «ιδιοπαθής πεντοζουρία» — καλοήθης κληρονομική μεταβολική νόσος αυτοσωματικού υποτελούς χαρακτήρα, που απαντά κυρίως σε Εβραίους τής κεντρικής Ευρώπης και σε λιβανικούς πληθυσμούς).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pentosuria < πεντόζη + -ουρία (< ούρον)].
Dictionary of Greek. 2013.